Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παναλκής
παναλουργής
πανάλωτος
πανᾱμερεύω
πανᾱμέριος
πανάμωμος
πᾱνάπαλος
παναπευθής
παναπήμων
παναπηρής
πανάποτμος
πανάργυρος
πανάριστος
παναρκής
παναρμόνιος
πάναρχος
πανατρεκές
παναφῆλιξ
πανάφυλλος
Παναχαιοί
παναώριος
View word page
παν-άποτμος
παν-άποτμοςονadjof a personutterly ill-fatedIl.

ShortDef

all-hapless

Debugging

Headword:
πανάποτμος
Headword (normalized):
πανάποτμος
Headword (normalized/stripped):
παναποτμος
IDX:
30611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30612
Key:
πανάποτμος

Data

{'headword_display': '<b>παν-άποτμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παν-άποτμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>utterly ill-fated</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πανάποτμος'}