Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Παναθήναια
πανᾱ́θλιος
πάναιθος
παναίολος
παναίσχης
παναίσχρως
παναίτιος
πανακής
παναληθής
παναλκής
παναλουργής
πανάλωτος
πανᾱμερεύω
πανᾱμέριος
πανάμωμος
πᾱνάπαλος
παναπευθής
παναπήμων
παναπηρής
πανάποτμος
πανάργυρος
View word page
παν-αλουργής
παν-αλουργήςέςadj of robesdyed all purpleXenoph.

ShortDef

all-purple-dyed

Debugging

Headword:
παναλουργής
Headword (normalized):
παναλουργής
Headword (normalized/stripped):
παναλουργης
IDX:
30602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30603
Key:
παναλουργής

Data

{'headword_display': '<b>παν-αλουργής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παν-αλουργής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of robes</Indic><Tr>dyed all purple</Tr><Au>Xenoph.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παναλουργής'}