Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πάμπαν
παμπειθής
παμπήδην
παμπησίᾱ
παμπληθής
παμπληκτός
παμπλούσιος
παμποίκιλος
πάμπολυς
παμπόνηρος
παμπορθής
παμπόρφυρος
πάμπρεπτος
πάμπρωτος
παμφάγος
παμφαής
παμφαίνω
παμφάρμακος
παμφεγγής
πάμφθαρτος
πάμφθερσις
View word page
παμ-πορθής
παμ-πορθήςέςadjπορθέω of a lifecompletely ruinedA.cj.

ShortDef

all-destroying

Debugging

Headword:
παμπορθής
Headword (normalized):
παμπορθής
Headword (normalized/stripped):
παμπορθης
IDX:
30570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30571
Key:
παμπορθής

Data

{'headword_display': '<b>παμ-πορθής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παμ-πορθής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πορθέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a life</Indic><Tr>completely ruined</Tr><Au>A.<LblR>cj.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'παμπορθής'}