Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πάμμαχος
πάμμεγας
παμμεγέθης
πάμμεικτος
παμμέλᾱς
παμμήκης
πάμμηνος
παμμήτειρα
πάμμητις
παμμήτωρ
παμμίαρος
παμμιγής
πάμμῑκρος
πάμμορος
παμμυσαρός
παμπάλαιος
πάμπαν
παμπειθής
παμπήδην
παμπησίᾱ
παμπληθής
View word page
παμ-μίαρος
παμ-μίαροςονadjμιαρός of a personutterly vileAr.

ShortDef

all-abominable

Debugging

Headword:
παμμίαρος
Headword (normalized):
παμμίαρος
Headword (normalized/stripped):
παμμιαρος
IDX:
30554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30555
Key:
παμμίαρος

Data

{'headword_display': '<b>παμ-μίαρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παμ-μίαρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μιαρός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>utterly vile</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παμμίαρος'}