Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πάλμυς
πάλος
πάλτο
παλτός
παλῡ́νω
παμβασιλείᾱ
παμβασίλεια
παμβασιλεύς
παμβδελυρός
παμβίᾱς
πάμβοτος
παμβῶτις
παμμαχίᾱ
πάμμαχος
πάμμεγας
παμμεγέθης
πάμμεικτος
παμμέλᾱς
παμμήκης
πάμμηνος
παμμήτειρα
View word page
πάμ-βοτος
πάμ-βοτοςονadjβόσκω of a region, a meadowall-nourishing, very fertileA.

ShortDef

all-nourishing

Debugging

Headword:
πάμβοτος
Headword (normalized):
πάμβοτος
Headword (normalized/stripped):
παμβοτος
IDX:
30541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30542
Key:
πάμβοτος

Data

{'headword_display': '<b>πάμ-βοτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πάμ-βοτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βόσκω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a region, a meadow</Indic><Tr>all-nourishing, very fertile</Tr><Au>A.</Au></aS1> </AE>', 'key': 'πάμβοτος'}