Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παλίμπρητος
παλιμπροδοσίᾱ
παλίμφᾱμος
πάλιν
παλινάγρετος
παλιναίρετος
παλιναυτόμολος
παλινδικίᾱ
παλινδρομέω
παλίνορσος
παλίνορτος
παλίνσκιος
παλινστομέω
παλινστραφής
παλίντιτος
παλίντονος
παλιντράπελος
παλιντριβής
παλιντροπάομαι
παλιντροπίη
παλίντροπος
View word page
παλίν-ορτος
παλίν-ορτοςονadjὄρνῡμι of Wrathrising again, resurgentA.

ShortDef

recurring, inveterate

Debugging

Headword:
παλίνορτος
Headword (normalized):
παλίνορτος
Headword (normalized/stripped):
παλινορτος
IDX:
30495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30496
Key:
παλίνορτος

Data

{'headword_display': '<b>παλίν-ορτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παλίν-ορτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὄρνῡμι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Wrath</Indic><Tr>rising again, resurgent</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παλίνορτος'}