Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παλίμποινα
παλιμπόρευτος
παλίμπορος
παλίμπρητος
παλιμπροδοσίᾱ
παλίμφᾱμος
πάλιν
παλινάγρετος
παλιναίρετος
παλιναυτόμολος
παλινδικίᾱ
παλινδρομέω
παλίνορσος
παλίνορτος
παλίνσκιος
παλινστομέω
παλινστραφής
παλίντιτος
παλίντονος
παλιντράπελος
παλιντριβής
View word page
παλινδικίᾱ
παλινδικίᾱᾱςfδίκη going to law againnew trialPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παλινδικίᾱ
Headword (normalized):
παλινδικίᾱ
Headword (normalized/stripped):
παλινδικια
IDX:
30492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30493
Key:
παλινδικίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>παλινδικίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παλινδικίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δίκη</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>going to law again</Def><Tr>new trial</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παλινδικίᾱ'}