Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παλιμπνοίη
παλίμποινα
παλιμπόρευτος
παλίμπορος
παλίμπρητος
παλιμπροδοσίᾱ
παλίμφᾱμος
πάλιν
παλινάγρετος
παλιναίρετος
παλιναυτόμολος
παλινδικίᾱ
παλινδρομέω
παλίνορσος
παλίνορτος
παλίνσκιος
παλινστομέω
παλινστραφής
παλίντιτος
παλίντονος
παλιντράπελος
View word page
παλιν-αυτόμολος
παλιν-αυτόμολοςουmman who deserts backto his original sidedouble deserterX.

ShortDef

a double deserter

Debugging

Headword:
παλιναυτόμολος
Headword (normalized):
παλιναυτόμολος
Headword (normalized/stripped):
παλιναυτομολος
IDX:
30491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30492
Key:
παλιναυτόμολος

Data

{'headword_display': '<b>παλιν-αυτόμολος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παλιν-αυτόμολος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Def>man who deserts back<Expl>to his original side</Expl></Def><Tr>double deserter</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παλιναυτόμολος'}