Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παλιμμήκης
παλιμπετές
παλίμπηξις
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπνοίη
παλίμποινα
παλιμπόρευτος
παλίμπορος
παλίμπρητος
παλιμπροδοσίᾱ
παλίμφᾱμος
πάλιν
παλινάγρετος
παλιναίρετος
παλιναυτόμολος
παλινδικίᾱ
παλινδρομέω
παλίνορσος
παλίνορτος
παλίνσκιος
View word page
παλιμ-προδοσίᾱ
παλιμ-προδοσίᾱᾱςf counter-treacheryPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παλιμπροδοσίᾱ
Headword (normalized):
παλιμπροδοσίᾱ
Headword (normalized/stripped):
παλιμπροδοσια
IDX:
30486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30487
Key:
παλιμπροδοσίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>παλιμ-προδοσίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παλιμ-προδοσίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>counter-treachery</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παλιμπροδοσίᾱ'}