Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παλίμβᾱμος
παλιμβλαστής
παλίμβολος
παλιμμήκης
παλιμπετές
παλίμπηξις
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπνοίη
παλίμποινα
παλιμπόρευτος
παλίμπορος
παλίμπρητος
παλιμπροδοσίᾱ
παλίμφᾱμος
πάλιν
παλινάγρετος
παλιναίρετος
παλιναυτόμολος
παλινδικίᾱ
παλινδρομέω
View word page
παλιμ-πόρευτος
παλιμ-πόρευτοςονadjπορευτός of an army's flightbackward-travellingTim.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παλιμπόρευτος
Headword (normalized):
παλιμπόρευτος
Headword (normalized/stripped):
παλιμπορευτος
IDX:
30483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30484
Key:
παλιμπόρευτος

Data

{'headword_display': '<b>παλιμ-πόρευτος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>παλιμ-πόρευτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πορευτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an army's flight</Indic><Tr>backward-travelling</Tr><Au>Tim.</Au></aS1></AE>", 'key': 'παλιμπόρευτος'}