Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παλίγκοτος
παλιλλογέω
παλίλλογος
παλίμβᾱμος
παλιμβλαστής
παλίμβολος
παλιμμήκης
παλιμπετές
παλίμπηξις
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπνοίη
παλίμποινα
παλιμπόρευτος
παλίμπορος
παλίμπρητος
παλιμπροδοσίᾱ
παλίμφᾱμος
πάλιν
παλινάγρετος
παλιναίρετος
View word page
παλιμ-πλάζομαι
παλιμ-πλάζομαιpass.vbonly aor.ptcpl.
παλιμπλαγχθείςperh. better written πάλιν πλαγχθείς
of a personbe driven back, be repulsedHom.

ShortDef

to wander back

Debugging

Headword:
παλιμπλάζομαι
Headword (normalized):
παλιμπλάζομαι
Headword (normalized/stripped):
παλιμπλαζομαι
IDX:
30480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30481
Key:
παλιμπλάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>παλιμ-πλάζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παλιμ-πλάζομαι</HL><PS>pass.vb</PS><FG><Tns><Lbl>only aor.ptcpl.</Lbl><Form>παλιμπλαγχθείς<Expl>perh. better written <Gr>πάλιν πλαγχθείς</Gr></Expl></Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>be driven back, be repulsed</Tr><Au>Hom.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'παλιμπλάζομαι'}