Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄκιρος
ἀκίς
ᾄκισμα
ᾀκισμός
ἀκίχητος
ἀκκίζομαι
ἀκλᾱ́ρωτος
ἄκλαυτος
ἀκλεής
ἄκλειστος
ἀκληρέω
ἀκληρίᾱ
ἄκληρος
ἀκληρωτί
ἄκλῃστος
ἄκλητος
ἀκλινής
ἀκλυδώνιστος
ἄκλυστος
ἀκμάζω
ἀκμαῖος
View word page
ἀκληρέω
ἀκληρέωcontr.vbἄκληρος suffer misfortunedisasterPlb.

ShortDef

to be unfortunate

Debugging

Headword:
ἀκληρέω
Headword (normalized):
ἀκληρέω
Headword (normalized/stripped):
ακληρεω
IDX:
3047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3048
Key:
ἀκληρέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀκληρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀκληρέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἄκληρος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>suffer misfortune<or/>disaster</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀκληρέω'}