Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πάλη
πάλι
παλιγγενεσίᾱ
παλίγγλωσσος
παλιγκαπηλεύω
παλιγκάπηλος
παλίγκοτος
παλιλλογέω
παλίλλογος
παλίμβᾱμος
παλιμβλαστής
παλίμβολος
παλιμμήκης
παλιμπετές
παλίμπηξις
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπνοίη
παλίμποινα
παλιμπόρευτος
παλίμπορος
View word page
παλιμ-βλαστής
παλιμ-βλαστήςέςadjβλαστάνω of the Hydraregeneratingw. new headsE.

ShortDef

growing again

Debugging

Headword:
παλιμβλαστής
Headword (normalized):
παλιμβλαστής
Headword (normalized/stripped):
παλιμβλαστης
IDX:
30474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30475
Key:
παλιμβλαστής

Data

{'headword_display': '<b>παλιμ-βλαστής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παλιμ-βλαστής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βλαστάνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the Hydra</Indic><Tr>regenerating<Expl>w. new heads</Expl></Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παλιμβλαστής'}