Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παιδομαθής
παιδονομίᾱ
παιδονόμος
παιδοποιέω
παιδοποίησις
παιδοποιίᾱ
παιδοποιός
παιδοσπορέω
παιδοτριβέω
παιδοτρίβης
παιδοτριβικός
παιδοτριβικῶς
παιδοτροφέω
παιδοτροφίᾱ
παιδοτρόφος
παιδότρωτος
παιδουργέω
παιδουργίᾱ
παιδοφιλέω
παιδοφίλης
παιδοφονίᾱ
View word page
παιδοτριβικός
παιδοτριβικόςή όνadj fem.sb.physical trainingIsoc. Arist.

ShortDef

of or for a παιδοτρίβης

Debugging

Headword:
παιδοτριβικός
Headword (normalized):
παιδοτριβικός
Headword (normalized/stripped):
παιδοτριβικος
IDX:
30388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30389
Key:
παιδοτριβικός

Data

{'headword_display': '<b>παιδοτριβικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παιδοτριβικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>physical training</Def><Au>Isoc. Arist.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'παιδοτριβικός'}