Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παγκρότως
πάγξενος
πάγος
πᾱγός
πᾶγος
πάγουρος
παγχάλεπος
παγχάλκεος
πάγχαλκος
πάγχρηστος
πάγχριστος
παγχρῡ́σεος
πάγχρῡσος
πάγχυ
πᾱ́δη
παθαίνομαι
παθέειν
πάθη
πάθημα
παθητικός
παθητός
View word page
πάγ-χριστος
πάγ-χριστοςονadjχριστός app. of a poisoned robewell-anointedS.

ShortDef

all-anointed

Debugging

Headword:
πάγχριστος
Headword (normalized):
πάγχριστος
Headword (normalized/stripped):
παγχριστος
IDX:
30317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30318
Key:
πάγχριστος

Data

{'headword_display': '<b>πάγ-χριστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πάγ-χριστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χριστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>app. of a poisoned robe</Indic><Tr>well-anointed</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πάγχριστος'}