Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παγκευθής
πάγκλαυτος
παγκληρίᾱ
πάγκληρος
πάγκοινος
παγκοίτης
παγκόνῑτος
παγκρατής
παγκρατιάζω
παγκρατιαστής
παγκρατιαστικός
παγκράτιον
παγκρότως
πάγξενος
πάγος
πᾱγός
πᾶγος
πάγουρος
παγχάλεπος
παγχάλκεος
πάγχαλκος
View word page
παγκρατιαστικός
παγκρατιαστικόςή όνadj of a person, a skillpancratiasticPl. Arist.

ShortDef

of or for the παγκράτιον, skilled in παγκράτιον

Debugging

Headword:
παγκρατιαστικός
Headword (normalized):
παγκρατιαστικός
Headword (normalized/stripped):
παγκρατιαστικος
IDX:
30305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30306
Key:
παγκρατιαστικός

Data

{'headword_display': '<b>παγκρατιαστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παγκρατιαστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person, a skill</Indic><Tr>pancratiastic</Tr><Au>Pl. Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παγκρατιαστικός'}