Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παγκαίνιστος
πάγκακος
πάγκαλος
παγκάρπεια
πάγκαρπος
παγκαταπῡ́γων
παγκατάρᾱτος
παγκευθής
πάγκλαυτος
παγκληρίᾱ
πάγκληρος
πάγκοινος
παγκοίτης
παγκόνῑτος
παγκρατής
παγκρατιάζω
παγκρατιαστής
παγκρατιαστικός
παγκράτιον
παγκρότως
πάγξενος
View word page
πάγ-κληρος
πάγ-κληροςονadjκλῆρος of a houseacquired by inheritanceE.

ShortDef

held in full possession

Debugging

Headword:
πάγκληρος
Headword (normalized):
πάγκληρος
Headword (normalized/stripped):
παγκληρος
IDX:
30298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30299
Key:
πάγκληρος

Data

{'headword_display': '<b>πάγ-κληρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πάγ-κληρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κλῆρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a house</Indic><Tr>acquired by inheritance</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πάγκληρος'}