Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πάγην
παγιδεύω
παγίς
παγίως
παγκαίνιστος
πάγκακος
πάγκαλος
παγκάρπεια
πάγκαρπος
παγκαταπῡ́γων
παγκατάρᾱτος
παγκευθής
πάγκλαυτος
παγκληρίᾱ
πάγκληρος
πάγκοινος
παγκοίτης
παγκόνῑτος
παγκρατής
παγκρατιάζω
παγκρατιαστής
View word page
παγ-κατάρᾱτος
παγ-κατάρᾱτοςονadj of a personutterly damnablediabolicalAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παγκατάρᾱτος
Headword (normalized):
παγκατάρᾱτος
Headword (normalized/stripped):
παγκαταρατος
IDX:
30294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30295
Key:
παγκατάρᾱτος

Data

{'headword_display': '<b>παγ-κατάρᾱτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παγ-κατάρᾱτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Def>utterly damnable</Def><Tr>diabolical</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παγκατάρᾱτος'}