Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πάγη
πάγην
παγιδεύω
παγίς
παγίως
παγκαίνιστος
πάγκακος
πάγκαλος
παγκάρπεια
πάγκαρπος
παγκαταπῡ́γων
παγκατάρᾱτος
παγκευθής
πάγκλαυτος
παγκληρίᾱ
πάγκληρος
πάγκοινος
παγκοίτης
παγκόνῑτος
παγκρατής
παγκρατιάζω
View word page
παγ-καταπῡ́γων
παγ-καταπῡ́γωνονgen.ονοςadj of the female sexutterly debauchedAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παγκαταπῡ́γων
Headword (normalized):
παγκαταπῡ́γων
Headword (normalized/stripped):
παγκαταπυγων
IDX:
30293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30294
Key:
παγκαταπῡ́γων

Data

{'headword_display': '<b>παγ-καταπῡ́γων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παγ-καταπῡ́γων</HL><Infl>ον</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ονος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the female sex</Indic><Tr>utterly debauched</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παγκαταπῡ́γων'}