Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παγγλυκερός
παγγλωσσίᾱ
παγείς
παγετός
παγετώδης
πάγη
πάγην
παγιδεύω
παγίς
παγίως
παγκαίνιστος
πάγκακος
πάγκαλος
παγκάρπεια
πάγκαρπος
παγκαταπῡ́γων
παγκατάρᾱτος
παγκευθής
πάγκλαυτος
παγκληρίᾱ
πάγκληρος
View word page
παγ-καίνιστος
παγ-καίνιστοςονadjπᾶςκαινίζω of a dye fr. a sea-creatureever-renewableA.

ShortDef

ever renewed, ever fresh

Debugging

Headword:
παγκαίνιστος
Headword (normalized):
παγκαίνιστος
Headword (normalized/stripped):
παγκαινιστος
IDX:
30288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30289
Key:
παγκαίνιστος

Data

{'headword_display': '<b>παγ-καίνιστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παγ-καίνιστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πᾶς</Ref><Ref>καινίζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a dye fr. a sea-creature</Indic><Tr>ever-renewable</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παγκαίνιστος'}