Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φυτείᾱ
φύτευμα
φύτευσις
φυτευτήριον
φυτευτός
φυτεύω
φυτικόν
φύτλᾱ
φυτόν
φυτοσκάφος
φυτοσπόρος
φυτοτρόφος
φυτουργός
φύτωρ
φύω
φῶ
φῷδες
Φώκαια
Φωκεύς
φώκη
Φωκίς
View word page
φυτο-σπόρος
φυτο-σπόροςουmσπείρω sowerfig.ref. to a fatherS.

ShortDef

planting

Debugging

Headword:
φυτοσπόρος
Headword (normalized):
φυτοσπόρος
Headword (normalized/stripped):
φυτοσπορος
IDX:
30235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30236
Key:
φυτοσπόρος

Data

{'headword_display': '<b>φυτο-σπόρος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φυτο-σπόρος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>σπείρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>sower<Expl>fig.ref. to a father</Expl></Tr><Au>S.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φυτοσπόρος'}