Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φύσκη
φύσκων
φυστή
φῡσώδης
φῡταλιή
φυτάλμιος
φυτείᾱ
φύτευμα
φύτευσις
φυτευτήριον
φυτευτός
φυτεύω
φυτικόν
φύτλᾱ
φυτόν
φυτοσκάφος
φυτοσπόρος
φυτοτρόφος
φυτουργός
φύτωρ
φύω
View word page
φυτευτός
φυτευτόςή όνadjof a category of things, ref. to plantsgrownPl.

ShortDef

planted, produced

Debugging

Headword:
φυτευτός
Headword (normalized):
φυτευτός
Headword (normalized/stripped):
φυτευτος
IDX:
30229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30230
Key:
φυτευτός

Data

{'headword_display': '<b>φυτευτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φυτευτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a category of things, ref. to plants</Indic><Tr>grown</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φυτευτός'}