Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φύσις
φύσκη
φύσκων
φυστή
φῡσώδης
φῡταλιή
φυτάλμιος
φυτείᾱ
φύτευμα
φύτευσις
φυτευτήριον
φυτευτός
φυτεύω
φυτικόν
φύτλᾱ
φυτόν
φυτοσκάφος
φυτοσπόρος
φυτοτρόφος
φυτουργός
φύτωρ
View word page
φυτευτήριον
φυτευτήριονουn saplingX.plantation, nurseryof olive saplingsD.

ShortDef

a plant grown in a nursery

Debugging

Headword:
φυτευτήριον
Headword (normalized):
φυτευτήριον
Headword (normalized/stripped):
φυτευτηριον
IDX:
30228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30229
Key:
φυτευτήριον

Data

{'headword_display': '<b>φυτευτήριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φυτευτήριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>sapling</Tr><Au>X.</Au><nS2><Tr>plantation, nursery<Expl>of olive saplings</Expl></Tr><Au>D.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'φυτευτήριον'}