Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φυσιγνώμων
φῡσίζοος
φυσικός
φυσιογνωμονέω
φυσιολογέω
φυσιολογίᾱ
φυσιολόγος
φῡσιόων
φύσις
φύσκη
φύσκων
φυστή
φῡσώδης
φῡταλιή
φυτάλμιος
φυτείᾱ
φύτευμα
φύτευσις
φυτευτήριον
φυτευτός
φυτεύω
View word page
φύσκων
φύσκωνmseeφύσγων

ShortDef

pot-belly

Debugging

Headword:
φύσκων
Headword (normalized):
φύσκων
Headword (normalized/stripped):
φυσκων
IDX:
30220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30221
Key:
φύσκων

Data

{'headword_display': '<b>φύσκων</b>', 'content': '<XE><HG><HL>φύσκων</HL><PS>m</PS></HG><XR>see<Ref>φύσγων</Ref></XR> </XE>', 'key': 'φύσκων'}