Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φῡ́σημα
φῡσητήρ
φῡσίᾱμα
φῡσιάω
φῡσίγγομαι
φυσιγνώμων
φῡσίζοος
φυσικός
φυσιογνωμονέω
φυσιολογέω
φυσιολογίᾱ
φυσιολόγος
φῡσιόων
φύσις
φύσκη
φύσκων
φυστή
φῡσώδης
φῡταλιή
φυτάλμιος
φυτείᾱ
View word page
φυσιολογίᾱ
φυσιολογίᾱᾱςf natural sciencePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φυσιολογίᾱ
Headword (normalized):
φυσιολογίᾱ
Headword (normalized/stripped):
φυσιολογια
IDX:
30215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30216
Key:
φυσιολογίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>φυσιολογίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φυσιολογίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>natural science</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φυσιολογίᾱ'}