Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φύσγων
φῡ́σημα
φῡσητήρ
φῡσίᾱμα
φῡσιάω
φῡσίγγομαι
φυσιγνώμων
φῡσίζοος
φυσικός
φυσιογνωμονέω
φυσιολογέω
φυσιολογίᾱ
φυσιολόγος
φῡσιόων
φύσις
φύσκη
φύσκων
φυστή
φῡσώδης
φῡταλιή
φυτάλμιος
View word page
φυσιολογέω
φυσιολογέωcontr.vbφυσιολόγος conduct scientific investigationArist.

ShortDef

discourse on nature, investigate natural causes and phenomena

Debugging

Headword:
φυσιολογέω
Headword (normalized):
φυσιολογέω
Headword (normalized/stripped):
φυσιολογεω
IDX:
30214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30215
Key:
φυσιολογέω

Data

{'headword_display': '<b>φυσιολογέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>φυσιολογέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>φυσιολόγος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>conduct scientific investigation</Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'φυσιολογέω'}