Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Φῡλή
φυλίη
φυλλάς
φυλλεῖα
φύλλινος
φυλλοβολέω
φυλλόκομος
φύλλον
φυλλορροέω
φυλλόστρωτος
φυλλοφόρος
φυλλοχόος
φῡλοβασιλεύς
φῡλοκρινέω
φῦλον
φῡ́λοπις
φῦμα
φῦν
φυξᾱνορίᾱ
φύξηλις
φύξιμος
View word page
φυλλο-φόρος
φυλλο-φόροςονadjφέρω fig., of contestsbearing leavesbringing wreathsof victoryPi.

ShortDef

bearing leaves

Debugging

Headword:
φυλλοφόρος
Headword (normalized):
φυλλοφόρος
Headword (normalized/stripped):
φυλλοφορος
IDX:
30183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30184
Key:
φυλλοφόρος

Data

{'headword_display': '<b>φυλλο-φόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φυλλο-φόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>fig., of contests</Indic><Def>bearing leaves</Def><Tr>bringing wreaths<Expl>of victory</Expl></Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φυλλοφόρος'}