Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φῡλετεύω
φῡλέτης
φῡλετικός
φῡλή
Φῡλή
φυλίη
φυλλάς
φυλλεῖα
φύλλινος
φυλλοβολέω
φυλλόκομος
φύλλον
φυλλορροέω
φυλλόστρωτος
φυλλοφόρος
φυλλοχόος
φῡλοβασιλεύς
φῡλοκρινέω
φῦλον
φῡ́λοπις
φῦμα
View word page
φυλλό-κομος
φυλλό-κομοςονadjκόμη of plantscovered in foliageleafyAr.

ShortDef

thick-leaved

Debugging

Headword:
φυλλόκομος
Headword (normalized):
φυλλόκομος
Headword (normalized/stripped):
φυλλοκομος
IDX:
30179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30180
Key:
φυλλόκομος

Data

{'headword_display': '<b>φυλλό-κομος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φυλλό-κομος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κόμη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of plants</Indic><Def>covered in foliage</Def><Tr>leafy</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φυλλόκομος'}