Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φῡ́λαρχος
φυλάσσω
φῡλετεύω
φῡλέτης
φῡλετικός
φῡλή
Φῡλή
φυλίη
φυλλάς
φυλλεῖα
φύλλινος
φυλλοβολέω
φυλλόκομος
φύλλον
φυλλορροέω
φυλλόστρωτος
φυλλοφόρος
φυλλοχόος
φῡλοβασιλεύς
φῡλοκρινέω
φῦλον
View word page
φύλλινος
φύλλινοςη ονadj of a shed-wall made fr. wattleleafyTheoc.

ShortDef

of or from leaves, made of leaves

Debugging

Headword:
φύλλινος
Headword (normalized):
φύλλινος
Headword (normalized/stripped):
φυλλινος
IDX:
30177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30178
Key:
φύλλινος

Data

{'headword_display': '<b>φύλλινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φύλλινος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a shed-wall made fr. wattle</Indic><Tr>leafy</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φύλλινος'}