Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φῡλάζω
φυλακεῖον
φυλακή
φυλακίζω
φυλακικός
φυλακίς
φυλακός
φυλακτέος
φυλακτήρ
φυλακτήριον
φυλακτήριος
φυλακτικός
φύλαξ
φύλαξις
φῡλαρχέω
φῡλαρχίᾱ
φῡ́λαρχος
φυλάσσω
φῡλετεύω
φῡλέτης
φῡλετικός
View word page
φυλακτήριος
φυλακτήριοςᾱ ονadjof a personacting as protectorof flocks or sim.Pl.

ShortDef

serving as a protection

Debugging

Headword:
φυλακτήριος
Headword (normalized):
φυλακτήριος
Headword (normalized/stripped):
φυλακτηριος
IDX:
30161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30162
Key:
φυλακτήριος

Data

{'headword_display': '<b>φυλακτήριος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φυλακτήριος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>acting as protector<Expl>of flocks or sim.</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φυλακτήριος'}