Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φῦκος
φυκτός
φῡλάζω
φυλακεῖον
φυλακή
φυλακίζω
φυλακικός
φυλακίς
φυλακός
φυλακτέος
φυλακτήρ
φυλακτήριον
φυλακτήριος
φυλακτικός
φύλαξ
φύλαξις
φῡλαρχέω
φῡλαρχίᾱ
φῡ́λαρχος
φυλάσσω
φῡλετεύω
View word page
φυλακτήρ
φυλακτήρῆροςm sentryIl. AR.

ShortDef

guard

Debugging

Headword:
φυλακτήρ
Headword (normalized):
φυλακτήρ
Headword (normalized/stripped):
φυλακτηρ
IDX:
30159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30160
Key:
φυλακτήρ

Data

{'headword_display': '<b>φυλακτήρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φυλακτήρ</HL><Infl>ῆρος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>sentry</Tr><Au>Il. AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φυλακτήρ'}