Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φῡκία
φῡκιόεις
φῡκίοικος
φῦκος
φυκτός
φῡλάζω
φυλακεῖον
φυλακή
φυλακίζω
φυλακικός
φυλακίς
φυλακός
φυλακτέος
φυλακτήρ
φυλακτήριον
φυλακτήριος
φυλακτικός
φύλαξ
φύλαξις
φῡλαρχέω
φῡλαρχίᾱ
View word page
φυλακίς
φυλακίςίδοςf female guardianof the statePl.

ShortDef

female guard

Debugging

Headword:
φυλακίς
Headword (normalized):
φυλακίς
Headword (normalized/stripped):
φυλακις
IDX:
30156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30157
Key:
φυλακίς

Data

{'headword_display': '<b>φυλακίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φυλακίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>female guardian<Expl>of the state</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φυλακίς'}