Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φυή
φῡ́η
φῡκία
φῡκιόεις
φῡκίοικος
φῦκος
φυκτός
φῡλάζω
φυλακεῖον
φυλακή
φυλακίζω
φυλακικός
φυλακίς
φυλακός
φυλακτέος
φυλακτήρ
φυλακτήριον
φυλακτήριος
φυλακτικός
φύλαξ
φύλαξις
View word page
φυλακίζω
φυλακίζωvb imprisonsomeoneNT.

ShortDef

throw into prison

Debugging

Headword:
φυλακίζω
Headword (normalized):
φυλακίζω
Headword (normalized/stripped):
φυλακιζω
IDX:
30154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30155
Key:
φυλακίζω

Data

{'headword_display': '<b>φυλακίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>φυλακίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>imprison</Tr><Obj>someone<Au>NT.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'φυλακίζω'}