Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φύγδα
φυγή
φυγοδικέω
φυγομαχέω
φυγόμαχος
φυγόξεινος
φυγοπονίᾱ
φυγόπονος
φυγοπτόλεμος
φύζα
φυζακινός
φυή
φῡ́η
φῡκία
φῡκιόεις
φῡκίοικος
φῦκος
φυκτός
φῡλάζω
φυλακεῖον
φυλακή
View word page
φυζακινός
φυζακινόςή όνadj of deerflighty, timidIl.

ShortDef

flying, runaway, shy

Debugging

Headword:
φυζακινός
Headword (normalized):
φυζακινός
Headword (normalized/stripped):
φυζακινος
IDX:
30143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30144
Key:
φυζακινός

Data

{'headword_display': '<b>φυζακινός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φυζακινός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of deer</Indic><Tr>flighty, timid</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φυζακινός'}