Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φυγάς
φυγγάνω
φύγδα
φυγή
φυγοδικέω
φυγομαχέω
φυγόμαχος
φυγόξεινος
φυγοπονίᾱ
φυγόπονος
φυγοπτόλεμος
φύζα
φυζακινός
φυή
φῡ́η
φῡκία
φῡκιόεις
φῡκίοικος
φῦκος
φυκτός
φῡλάζω
View word page
φυγο-πτόλεμος
φυγο-πτόλεμοςονep.adjπόλεμος of a personavoiding warcowardlyOd.

ShortDef

shunning war, cowardly

Debugging

Headword:
φυγοπτόλεμος
Headword (normalized):
φυγοπτόλεμος
Headword (normalized/stripped):
φυγοπτολεμος
IDX:
30141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30142
Key:
φυγοπτόλεμος

Data

{'headword_display': '<b>φυγο-πτόλεμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φυγο-πτόλεμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>ep.adj</PS><Ety><Ref>πόλεμος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Def>avoiding war</Def><Tr>cowardly</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φυγοπτόλεμος'}