Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φυγαρχέω
φυγάς
φυγγάνω
φύγδα
φυγή
φυγοδικέω
φυγομαχέω
φυγόμαχος
φυγόξεινος
φυγοπονίᾱ
φυγόπονος
φυγοπτόλεμος
φύζα
φυζακινός
φυή
φῡ́η
φῡκία
φῡκιόεις
φῡκίοικος
φῦκος
φυκτός
View word page
φυγό-πονος
φυγό-πονοςονadjπόνος of a personwork-shyPlb.

ShortDef

shunning work

Debugging

Headword:
φυγόπονος
Headword (normalized):
φυγόπονος
Headword (normalized/stripped):
φυγοπονος
IDX:
30140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30141
Key:
φυγόπονος

Data

{'headword_display': '<b>φυγό-πονος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φυγό-πονος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πόνος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>work-shy</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φυγόπονος'}