Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φυγαίχμᾱς
φυγαρχέω
φυγάς
φυγγάνω
φύγδα
φυγή
φυγοδικέω
φυγομαχέω
φυγόμαχος
φυγόξεινος
φυγοπονίᾱ
φυγόπονος
φυγοπτόλεμος
φύζα
φυζακινός
φυή
φῡ́η
φῡκία
φῡκιόεις
φῡκίοικος
φῦκος
View word page
φυγοπονίᾱ
φυγοπονίᾱᾱςfφυγόπονος work-shy attitudeof CeltsPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φυγοπονίᾱ
Headword (normalized):
φυγοπονίᾱ
Headword (normalized/stripped):
φυγοπονια
IDX:
30139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30140
Key:
φυγοπονίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>φυγοπονίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φυγοπονίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>φυγόπονος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>work-shy attitude<Expl>of Celts</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φυγοπονίᾱ'}