Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φυγαδικός
φυγαδοθήρᾱς
φυγαίχμᾱς
φυγαρχέω
φυγάς
φυγγάνω
φύγδα
φυγή
φυγοδικέω
φυγομαχέω
φυγόμαχος
φυγόξεινος
φυγοπονίᾱ
φυγόπονος
φυγοπτόλεμος
φύζα
φυζακινός
φυή
φῡ́η
φῡκία
φῡκιόεις
View word page
φυγό-μαχος
φυγό-μαχοςουmφεύγωμάχη one who flees from battlecowardSimon.

ShortDef

shunning battle

Debugging

Headword:
φυγόμαχος
Headword (normalized):
φυγόμαχος
Headword (normalized/stripped):
φυγομαχος
IDX:
30137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30138
Key:
φυγόμαχος

Data

{'headword_display': '<b>φυγό-μαχος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φυγό-μαχος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>φεύγω</Ref><Ref>μάχη</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who flees from battle</Def><Tr>coward</Tr><Au>Simon.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φυγόμαχος'}