Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φυγαδείᾱ
φυγαδεύω
φυγαδικός
φυγαδοθήρᾱς
φυγαίχμᾱς
φυγαρχέω
φυγάς
φυγγάνω
φύγδα
φυγή
φυγοδικέω
φυγομαχέω
φυγόμαχος
φυγόξεινος
φυγοπονίᾱ
φυγόπονος
φυγοπτόλεμος
φύζα
φυζακινός
φυή
φῡ́η
View word page
φυγοδικέω
φυγοδικέωcontr.vbδίκη fail to appear at one's trialD.

ShortDef

to shun, shirk a trial

Debugging

Headword:
φυγοδικέω
Headword (normalized):
φυγοδικέω
Headword (normalized/stripped):
φυγοδικεω
IDX:
30135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30136
Key:
φυγοδικέω

Data

{'headword_display': '<b>φυγοδικέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>φυγοδικέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>δίκη</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>fail to appear at one's trial</Tr><Au>D.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'φυγοδικέω'}