Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φρύαγμα
φρυαγματίᾱς
φρυαγμοσέμνακος
φρυάσσομαι
φρῡγανισμός
φρῡ́γανον
φρυγίλος
Φρύγιος
φρῡ́γω
φρυκτός
φρυκτωρέομαι
φρυκτωρίᾱ
φρυκτώριον
φρυκτωρός
φρῡνεός
φρῡ́νη
Φρῡ́νιχος
Φρύξ
φῦ
φῦ
φυᾱ́
View word page
φρυκτωρέομαι
φρυκτωρέομαιpass.contr.vbφρυκτωρός of ships, i.e. their approachbe signalled by beacon-firesTh.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φρυκτωρέομαι
Headword (normalized):
φρυκτωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
φρυκτωρεομαι
IDX:
30110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30111
Key:
φρυκτωρέομαι

Data

{'headword_display': '<b>φρυκτωρέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>φρυκτωρέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>φρυκτωρός</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of ships, i.e. their approach</Indic><Tr>be signalled by beacon-fires</Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'φρυκτωρέομαι'}