Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φρούρημα
φρούριον
φρουρίς
φρουρός
φρύαγμα
φρυαγματίᾱς
φρυαγμοσέμνακος
φρυάσσομαι
φρῡγανισμός
φρῡ́γανον
φρυγίλος
Φρύγιος
φρῡ́γω
φρυκτός
φρυκτωρέομαι
φρυκτωρίᾱ
φρυκτώριον
φρυκτωρός
φρῡνεός
φρῡ́νη
Φρῡ́νιχος
View word page
φρυγίλος
φρυγίλοςουm a kind of birdw. play on Φρύγιος PhrygianAr.

ShortDef

a finch

Debugging

Headword:
φρυγίλος
Headword (normalized):
φρυγίλος
Headword (normalized/stripped):
φρυγιλος
IDX:
30106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30107
Key:
φρυγίλος

Data

{'headword_display': '<b>φρυγίλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φρυγίλος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>a kind of bird<Expl>w. play on <Ref>Φρύγιος</Ref> <ital>Phrygian</ital></Expl></Def><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φρυγίλος'}