Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φρουραρχίᾱ
φρούραρχος
φρουρέω
φρούρημα
φρούριον
φρουρίς
φρουρός
φρύαγμα
φρυαγματίᾱς
φρυαγμοσέμνακος
φρυάσσομαι
φρῡγανισμός
φρῡ́γανον
φρυγίλος
Φρύγιος
φρῡ́γω
φρυκτός
φρυκτωρέομαι
φρυκτωρίᾱ
φρυκτώριον
φρυκτωρός
View word page
φρυάσσομαι
φρυάσσομαι
Att.φρυάττομαι
mid.vb
of excited horsessnort, whinnyAr.cj. Call. Plu. φρυάσσωact.vb act insolentlyNT.

ShortDef

to neigh and prance

Debugging

Headword:
φρυάσσομαι
Headword (normalized):
φρυάσσομαι
Headword (normalized/stripped):
φρυασσομαι
IDX:
30103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30104
Key:
φρυάσσομαι

Data

{'headword_display': '<b>φρυάσσομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>φρυάσσομαι</HL><DL><Lbl>Att.</Lbl><FmHL>φρυάττομαι</FmHL></DL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of excited horses</Indic><Tr>snort, whinny</Tr><Au>Ar.<LblR>cj.</LblR> Call. Plu.</Au> </vS1> <RelW><vHG><HL>φρυάσσω</HL><PS>act.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>act insolently</Tr><Au>NT.</Au> </vS1></RelW> </VE>', 'key': 'φρυάσσομαι'}