Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φρουραρχέω
φρουραρχίᾱ
φρούραρχος
φρουρέω
φρούρημα
φρούριον
φρουρίς
φρουρός
φρύαγμα
φρυαγματίᾱς
φρυαγμοσέμνακος
φρυάσσομαι
φρῡγανισμός
φρῡ́γανον
φρυγίλος
Φρύγιος
φρῡ́γω
φρυκτός
φρυκτωρέομαι
φρυκτωρίᾱ
φρυκτώριον
View word page
φρυαγμο-σέμνακος
φρυαγμο-σέμνακοςονadjσεμνός of a person's attitudehaughty-snortyAr.

ShortDef

wanton and haughty

Debugging

Headword:
φρυαγμοσέμνακος
Headword (normalized):
φρυαγμοσέμνακος
Headword (normalized/stripped):
φρυαγμοσεμνακος
IDX:
30102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30103
Key:
φρυαγμοσέμνακος

Data

{'headword_display': '<b>φρυαγμο-σέμνακος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>φρυαγμο-σέμνακος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σεμνός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person's attitude</Indic><Tr>haughty-snorty</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>", 'key': 'φρυαγμοσέμνακος'}