Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φρόνις
φρονούντως
φροντίζω
φροντίς
φρόντισμα
φροντιστήριον
φροντιστής
φροντιστικῶς
φροῦδος
φρουρᾱ́
φρουραρχέω
φρουραρχίᾱ
φρούραρχος
φρουρέω
φρούρημα
φρούριον
φρουρίς
φρουρός
φρύαγμα
φρυαγματίᾱς
φρυαγμοσέμνακος
View word page
φρουραρχέω
φρουραρχέωcontr.vbφρούραρχος serve as commander of a garrisonPlu.

ShortDef

to be commandant of a garrison

Debugging

Headword:
φρουραρχέω
Headword (normalized):
φρουραρχέω
Headword (normalized/stripped):
φρουραρχεω
IDX:
30092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30093
Key:
φρουραρχέω

Data

{'headword_display': '<b>φρουραρχέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>φρουραρχέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>φρούραρχος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>serve as commander of a garrison</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'φρουραρχέω'}