Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φρονέω
φρόνημα
φρονηματίᾱς
φρονηματίζομαι
φρόνησις
φρόνιμος
φρόνις
φρονούντως
φροντίζω
φροντίς
φρόντισμα
φροντιστήριον
φροντιστής
φροντιστικῶς
φροῦδος
φρουρᾱ́
φρουραρχέω
φρουραρχίᾱ
φρούραρχος
φρουρέω
φρούρημα
View word page
φρόντισμα
φρόντισμαατοςnφροντίζω deductionref. to an example of Socratic wisdomAr.

ShortDef

that which is thought out, a thought, invention

Debugging

Headword:
φρόντισμα
Headword (normalized):
φρόντισμα
Headword (normalized/stripped):
φροντισμα
IDX:
30086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30087
Key:
φρόντισμα

Data

{'headword_display': '<b>φρόντισμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φρόντισμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>φροντίζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>deduction<Expl>ref. to an example of Socratic wisdom</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φρόντισμα'}