Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φρῑ́σσω
φροιμιάζομαι
φροίμιον
φρονέω
φρόνημα
φρονηματίᾱς
φρονηματίζομαι
φρόνησις
φρόνιμος
φρόνις
φρονούντως
φροντίζω
φροντίς
φρόντισμα
φροντιστήριον
φροντιστής
φροντιστικῶς
φροῦδος
φρουρᾱ́
φρουραρχέω
φρουραρχίᾱ
View word page
φρονούντως
φρονούντωςptcpl.advsee underφρονέω

ShortDef

wisely, prudently

Debugging

Headword:
φρονούντως
Headword (normalized):
φρονούντως
Headword (normalized/stripped):
φρονουντως
IDX:
30083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30084
Key:
φρονούντως

Data

{'headword_display': '<b>φρονούντως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>φρονούντως</HL><PS>ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>φρονέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'φρονούντως'}