Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκέραστος
ἀκέρᾱτος
ἀκέρδεια
ἀκερδής
ἀκερσεκόμης
ἄκερως
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκεστήρ
ἀκεστής
ἀκεστικός
ἀκεστορίη
ἀκεστός
ἀκέστρια
ἄκεστρον
ἀκέστωρ
ἀκεσφόρος
ἀκέφαλος
ἀκέω
ἀκή
ἀκηδείη
View word page
ἀκεστικός
ἀκεστικόςή όνadjἀκεστόςrelating to mendingfem.sb.art of mendingPl.

ShortDef

fitted for healing

Debugging

Headword:
ἀκεστικός
Headword (normalized):
ἀκεστικός
Headword (normalized/stripped):
ακεστικος
IDX:
3002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3003
Key:
ἀκεστικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀκεστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀκεστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀκεστός</Ref></Ety></HG><aS1><Def>relating to mending</Def><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of mending</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'ἀκεστικός'}