Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φορυτός
φοῦσα
φόως
φραγέλλιον
φραγελλόω
φράγμα
φραγμός
φράγνυμαι
φραδάζω
φραδή
φραδής
φραδμοσύνη
φράδμων
φράζω
φρασί
φράσις
φράσσεται
φράσσομαι
φράσσω
φραστήρ
φράστωρ
View word page
φραδής
φραδήςέςadj of a mindshrewdIl.

ShortDef

understanding, wise, shrewd

Debugging

Headword:
φραδής
Headword (normalized):
φραδής
Headword (normalized/stripped):
φραδης
IDX:
30028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30029
Key:
φραδής

Data

{'headword_display': '<b>φραδής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φραδής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a mind</Indic><Tr>shrewd</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φραδής'}