Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φορτίον
φορτίς
φόρτος
φορτοφορέω
φορῡ́νομαι
φορύσσω
φορυτός
φοῦσα
φόως
φραγέλλιον
φραγελλόω
φράγμα
φραγμός
φράγνυμαι
φραδάζω
φραδή
φραδής
φραδμοσύνη
φράδμων
φράζω
φρασί
View word page
φραγελλόω
φραγελλόωcontr.vb beat with a scourge, whipa personNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φραγελλόω
Headword (normalized):
φραγελλόω
Headword (normalized/stripped):
φραγελλοω
IDX:
30022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30023
Key:
φραγελλόω

Data

{'headword_display': '<b>φραγελλόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>φραγελλόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>beat with a scourge, whip</Tr><Obj>a person<Au>NT.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'φραγελλόω'}