Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φορτικότης
φορτίον
φορτίς
φόρτος
φορτοφορέω
φορῡ́νομαι
φορύσσω
φορυτός
φοῦσα
φόως
φραγέλλιον
φραγελλόω
φράγμα
φραγμός
φράγνυμαι
φραδάζω
φραδή
φραδής
φραδμοσύνη
φράδμων
φράζω
View word page
φραγέλλιον
φραγέλλιονουnLat. flagellum multi-thonged whipscourgeNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φραγέλλιον
Headword (normalized):
φραγέλλιον
Headword (normalized/stripped):
φραγελλιον
IDX:
30021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30022
Key:
φραγέλλιον

Data

{'headword_display': '<b>φραγέλλιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φραγέλλιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>Lat. <ital>flagellum</ital></Ety></HG> <nS1><Def>multi-thonged whip</Def><Tr>scourge</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φραγέλλιον'}